-
1 λιπο-τάκτης
λιπο-τάκτης, ὁ, = λειποτάκτης, Suid. erkl. ὁ τὴν τάξιν καταλιπών.
-
2 λιποτάκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιποτάκτης
См. также в других словарях:
χωροτάκτης — ο, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην χωροταξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + τάκτης (< τάσσω), πρβλ. λιπο τάκτης] … Dictionary of Greek