-
41 λιπαρωτάτης
λιπαρόςoily: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
42 λιπαρωτάτοισι
λιπαρόςoily: masc /neut dat superl pl (epic ionic aeolic) -
43 λιπαρωτάτου
λιπαρόςoily: masc /neut gen superl sg -
44 λιπαρωτάτους
λιπαρόςoily: masc acc superl pl -
45 λιπαρωτέροισι
λιπαρόςoily: masc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic) -
46 λιπαρωτέρου
λιπαρόςoily: masc /neut gen comp sg -
47 λιπαρωτέρους
λιπαρόςoily: masc acc comp pl -
48 λιπαρή
λιπαρόςoily: fem nom /voc sg (epic ionic) -
49 λιπαρήν
λιπαρόςoily: fem acc sg (epic ionic) -
50 λιπαρώταται
λιπαρόςoily: fem nom /voc superl pl -
51 λιπαρώτατοι
λιπαρόςoily: masc nom /voc superl pl -
52 λιπαρώτερα
λιπαρόςoily: neut nom /voc /acc comp pl -
53 λιπαρώτεραι
λιπαρόςoily: fem nom /voc comp pl -
54 λιπαρώτεροι
λιπαρόςoily: masc nom /voc comp pl -
55 λιπαρώτερος
λιπαρόςoily: masc nom comp sg -
56 λιπάρ'
λιπαρά, λιπαρόςoily: neut nom /voc /acc plλιπαρά̱, λιπαρόςoily: fem nom /voc /acc dualλιπαρά̱, λιπαρόςoily: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)λιπαρέ, λιπαρόςoily: masc voc sgλιπαραί, λιπαρόςoily: fem nom /voc pl -
57 жирный
-
58 λιπαρωτέρα
λιπαρωτέρᾱ, λιπαρόςoily: fem nom /voc /acc comp dualλιπαρωτέρᾱ, λιπαρόςoily: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
59 λιπαρωτέρας
λιπαρωτέρᾱς, λιπαρόςoily: fem acc comp plλιπαρωτέρᾱς, λιπαρόςoily: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
60 λιπαρώ
λῑπαρῶ, λιπαρέωpersist: pres subj act 1st sg (attic epic doric)λῑπαρῶ, λιπαρέωpersist: pres ind act 1st sg (attic epic doric)λιπαρόςoily: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————λιπαρόςoily: masc /neut dat sg
См. также в других словарях:
λιπαρός — oily masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek
λιπαρός, -ή — ό 1. εκείνος που περιέχει λίπος: Στις δίαιτες απαγορεύονται τα λιπαρά φαγητά. 2. μτφ., γόνιμος, εύφορος: Στα λιπαρά εδάφη υπάρχουν πολλές καλλιέργειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιπαρά — λιπαρός oily neut nom/voc/acc pl λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc/acc dual λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρώτερον — λιπαρός oily adverbial comp λιπαρός oily masc acc comp sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρωτάτων — λιπαρός oily fem gen superl pl λιπαρός oily masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρωτέραις — λιπαρός oily fem dat comp pl λιπαρωτέρᾱͅς , λιπαρός oily fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρωτέρων — λιπαρός oily fem gen comp pl λιπαρός oily masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρόν — λιπαρός oily masc acc sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρώτατα — λιπαρός oily adverbial superl λιπαρός oily neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρώτατον — λιπαρός oily masc acc superl sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)