-
1 λιπαράμπυξ
1 with bright headbandΜναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπᾰκος N. 7.15
λιπαρ]άμπυ[κε]ς ἱστάμεναι χορὸν [ταχύ]ποδα παρθένοι (supp. Snell) Pae. 2.99 -
2 λιπαράμπυξ
A with bright fillet or headband,Μναμοσύνα Pi.N.7.15
; parodied by Ar.Ach. 671 (lyr.), as epith. of fishsauce.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπαράμπυξ
-
3 λιπαράμπυκα
λιπαράμπυξwith bright fillet: masc /fem acc sg -
4 λιπαράμπυκες
λιπαράμπυξwith bright fillet: masc /fem nom /voc pl -
5 λιπαράμπυκος
λιπαράμπυξwith bright fillet: masc /fem gen sg
См. также в других словарях:
λιπαράμπυξ — λιπαράμπυξ, υκος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό διάδημα, ταινία τής κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαρόμπυκος», Πίνδ.) 2. (παρωδία στον Αριστοφ.) ως επίθ. καρύκευμα ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek
λιπαράμπυκα — λιπαράμπυξ with bright fillet masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαράμπυκες — λιπαράμπυξ with bright fillet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαράμπυκος — λιπαράμπυξ with bright fillet masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… … Dictionary of Greek
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek