Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λιπαρότητες

См. также в других словарях:

  • λιπαρότητες — λιπαρότης fattiness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρότητα — η (Α λιπαρότης, ητος) [λιπαρός] η ιδιότητα τού λιπαρού, πάχος, παχύτητα («ὑπάρχει ἐν γάλακτι λιπαρότης», Αριστοτ.) αρχ. 1. λάμψη, λαμπρότητα 2. στον πληθ. αἱ λιπαρότητες παχιές ουσίες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»