-
1 жирный
-
2 жировой
λιπώδης, λιπαρός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жировой
-
3 жирный
жи́рн||ыйприл1. παχύς, χοντρός/ παχύσαρκος, πολύσαρκος (тучный)·2. (сальный) λιπαρός, στεατώδης:\жирныйое пятно́ λεκές ἀπό λίπος· ◊ \жирный шрифт полигр. τά παχειά στοιχεία· \жирныйая земля ἡ παχειά γή. -
4 маслянистый
маслянистыйприл ἐλαιώδης, λαδερός / λιπαρός (жирный). -
5 сальный
са́льн||ыйприл1. (из сала) στεάτινος:\сальныйая свеча τό σπερ-ματσέτο, τό στεατοκήριο[ν]·2. (запачканный салом) λιγδιασμένος, λαδωμένος, λιπαρός, λιπώδης:\сальныйые пятна οἱ λαδιές, λεκέδες ἀπό λίπος, οἱ λιγδιές·3. (непристойный, грубо-циничный) αίσχρός, ἀσεμνος, σόκιν ◊ \сальныйые железы анат. οἱ στεατογόνοι ἀδένες. -
6 жирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. λιπαρός, λιπώδης, λιγδερός•-ая пища λιγδερή τροφή•
-ое мясо παχύ κρέας•
жирный обед λιπαρό φαγητό.
|| από λίπος•-ое пятно λεκές από λίπος.
2. παχύς, χοντρός, παχύσαρκος. || (για φυτά) ζωηρός, ζουμερός, γεμάτος, θραψερός.3. μτφ. ποιοτικός, καλής ποιότητας•-ая известь ασβέστη σαν γιαούρτη•
-ая земля παχιά γη.
4. μτφ. πηχτός, παχύρρευστος•-ая грязь πηχτή λάσπη.
5. χοντρός, εξογκωμένος, μεγάλος•жирный шрифт χοντρά στοιχεία τύπου•
жирный заголовок μεγάλη επικεφαλίδα•
-ые буквы χοντρά γράμματα.
εκφρ.жирный кусок – κέρδος ανε-παντεχο, κελεπούρι•жирно будет – θα είναι πάρα πολύ. -
7 жировой
επ.λιπώδης, λιπαρός•-ая ткань ο στεατώδης ιστός.
-
8 маслянистый
επ., βρ: -ист, -а, -о.1. ελαιώδης, λαδερός• λιπαρός, λιπώδης, λιγδερός• ελαιοειδής• λιποειδής.2. γυαλιστερός, λαμπερός• λάγνος•-ые глаза λάγνα μάτια•
маслянистый взгляд περιπαθές βλέμμα.
См. также в других словарях:
λιπαρός — oily masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… … Dictionary of Greek
λιπαρός, -ή — ό 1. εκείνος που περιέχει λίπος: Στις δίαιτες απαγορεύονται τα λιπαρά φαγητά. 2. μτφ., γόνιμος, εύφορος: Στα λιπαρά εδάφη υπάρχουν πολλές καλλιέργειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιπαρά — λιπαρός oily neut nom/voc/acc pl λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc/acc dual λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρώτερον — λιπαρός oily adverbial comp λιπαρός oily masc acc comp sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρωτάτων — λιπαρός oily fem gen superl pl λιπαρός oily masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρωτέραις — λιπαρός oily fem dat comp pl λιπαρωτέρᾱͅς , λιπαρός oily fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρωτέρων — λιπαρός oily fem gen comp pl λιπαρός oily masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρόν — λιπαρός oily masc acc sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρώτατα — λιπαρός oily adverbial superl λιπαρός oily neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρώτατον — λιπαρός oily masc acc superl sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)