-
1 λινόσπαρτον
λῐνό-σπαρτον, τό,A Spanish broom, Spartium junceum, Thphr.HP 1.5.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινόσπαρτον
-
2 λινόσπαρτον
λινό-σπαρτον, τό, eine Pflanze, die wie Flachs benutzt wird -
3 λινοσπάρτου
λινόσπαρτονSpanish broom: neut gen sg -
4 σπαρτίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαρτίον
См. также в других словарях:
λινόσπαρτον — λινόσπαρτον, τὸ (Α) το φυτό σπάρτο το κοινό ή βρουλοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σπάρτον, θαμνώδες φυτό] … Dictionary of Greek
λινοσπάρτου — λινόσπαρτον Spanish broom neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek