Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λιμνό-βιος

См. также в других словарях:

  • λυπρόβιος — λυπρόβιος, ον (Α) αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + βιος (< βίος), πρβλ. λιμνό βιος, νυκτερό βιος] …   Dictionary of Greek

  • χερσόβιος — ον, ΝΑ νεοελλ. βιολ. αυτός που ζει αποκλειστικά στην ξηρά («χερσόβιοι οργανισμοί») αρχ. αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμνόβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + βίος (πρβλ. λιμνό βιος, ὑγρό βιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»