Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λιθῶδες

См. также в других словарях:

  • λιθῶδες — λιθώδης like stone masc/fem voc sg λιθώδης like stone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • προαναλέγω — ΜΑ (ενεργ και μέσ.) συλλέγω προηγουμένως («προαναλεξάμενος πᾱν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων», Γεωπ.) αρχ. αναφέρω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναλέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω». Η λ. με τη σημ. «αναφέρω προηγουμένως» < προ * + ἀνά + λέγω «μιλώ»] …   Dictionary of Greek

  • φωλάς — άδος, η, ΝΜΑ, και φολάς Ν ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, θαλάσσιων δίθυρων μαλακίων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας φωλαδίδες, με ευρέως διαδεδομένα, κυρίως παράκτια, είδη, ικανά να ανοίγουν τρύπες και να ζουν… …   Dictionary of Greek

  • ψωρός — ά, όν, Α [ψώρα] 1. ψωραλέος, ψωριάρης 2. τραχύς, ανώμαλος στην επιφάνεια («τὸ δὲ λιθῶδες... τῇ χρόᾳ ψωρόν», Διοσκ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) παιδεραστής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»