Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λιθουργῶν

См. также в других словарях:

  • λιθουργῶν — λιθουργέω work in stone pres part act masc nom sg (attic epic doric) λιθουργής worked in stone masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) λιθουργός stone mason fem gen pl λιθουργός stone mason masc/neut gen pl λιθουργός stone mason masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθουργικός — λιθουργικός, ή, όν (Α) [λιθουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθουργό ή στη λιθουργία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθουργική η τέχνη τού λιθουργού 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθουργικόν η αμοιβή τών λιθουργών …   Dictionary of Greek

  • τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»