-
1 λιθοβολος
I.ὅ1) метатель камней ( ручным способом), камнеметчик(λιθοβόλοι καὴ σφεδονῆται Thuc.)
2) камнеметательное орудие, камнемет(καταπέλται καὴ λιθοβόλοι Diod.)
II.2пролившийся от удара камня(δράκοντος αἷμα Eur.)
-
2 λιθοβόλος
ος, ον 1. бросающий, мечущий камни;2. (ο) камнемёт -
3 λιθοφορος
-
4 ταλαντιαιος
31) стоимостью в один талант(οἶκος Dem.; κτῆσις Polyb.)
2) вносящий залог в один талант(ὅ ἔγγυος Arst.)
3) (тж. μέγας ὡς τ. NT.) весом в один талант(πανοπλία Plut.)
4) мечущий камни весом в талант(λιθοβόλος Arst.)
См. также в других словарях:
λιθοβόλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόβολος — throwing stones masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβόλος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
λιθόβολος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek
λιθοβόλοις — λιθόβολος throwing stones masc/fem/neut dat pl λιθοβόλος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβόλον — λιθοβόλος masc/fem acc sg λιθοβόλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβόλου — λιθόβολος throwing stones masc/fem/neut gen sg λιθοβόλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβόλους — λιθόβολος throwing stones masc/fem acc pl λιθοβόλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβόλων — λιθόβολος throwing stones masc/fem/neut gen pl λιθοβόλος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβόλῳ — λιθόβολος throwing stones masc/fem/neut dat sg λιθοβόλος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόβολον — λιθόβολος throwing stones masc/fem acc sg λιθόβολος throwing stones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)