-
1 λιθη-λογής
λιθη-λογής, ές, von gesammelten Steinen, ἱδρύσιες Ἑρμέω, Crinag. 7 (VI, 253).
-
2 λιθηλογής
λιθη-λογής, ές, von gesammelten Steinen -
3 λιθηλογης
1 λιθη-λογής
λιθη-λογής, ές, von gesammelten Steinen, ἱδρύσιες Ἑρμέω, Crinag. 7 (VI, 253).
2 λιθηλογής
3 λιθηλογης