Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λιγύ-κροτος

См. также в других словарях:

  • καλλιστόκροτος — καλλιστόκροτος, ον (Μ) αυτός που ηχεί κάλλιστα, αυτός που βγάζει ευχάριστο κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιστος + κρότος (< κρότος), πρβλ. λιγύ κροτος, υψί κροτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύκροτος — η, ο / πολύκροτος, ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Α νεοελλ. 1. αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό 2. αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, περιβόητος, διαβόητος (α. «πολύκροτη δίκη» β. «πολύκροτο σκάνδαλο») 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»