1 λιγνωτός
λιγνωτός, = λεγνωτός, v. l. bei Nic. Ther. 726.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > λιγνωτός
λιγνωτός — λιγνωτός, ή, όν (Μ) [λιγνός] λυγερός, λεπτοκαμωμένος … Dictionary of Greek