-
21 воскурить
[βασκουρίτ"] ρ λιβανίζω -
22 накурить
[νακουρίτ'] ρ γεμίζω με καπνό, λιβανίζω -
23 воскурять
ρ.δ. καίω θυμίαμα. || μτφ. воскурять фимиам κωλακεύω, εγκωμιάζω, θυμιατίζω, λιβανίζω.μτφ. εγκωμιάζομαι, λιβανίζομαι. -
24 кадить
кажу, кадишьρ.δ. θυμιατίζω, λιβανίζω. || μτφ. κολακεύω ταπεινά, εγκωμιάΟω κολακευτικά. -
25 курить
кури, куришь, μτχ. ενεστ. курящийρ.δ. μ.1. καπνίζω, φουμάρω•курить воспрещается ή запрещается απαγορεύεται το κάπνισμα•
сигару καπνίζω πούρο.
2. θυμιατίζω, λιβανίζω.3. βγάζω, παίρνω με απόσταξη•курить смолу βγάζω πίσσα με απόσταξη.
1. καπνίζω, βγάζω καπνό•вулкан -ится το υφαίστειο βγάζει, καπνό.
2. αναδίδω υδρατμούς, αχνίζω. || ανταριάζω (καλύπτομαι από σύννεφα, σκόνη κ.τ.τ.).αιωρούμαι (για καπνό, ομίχλη κλπ.). -
26 накурить
-урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накуренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.(με οργν.)|.1. καπνίζω, γεμίζω με καπνό τσιγάρων, ανταριάζω με το κάπνισμα•накурить в комнате ανταριάζω το δωμάτιο με το κάπνισμα•
как здесь накурено! πως αντάριασε εδώ από το κάπνισμα!
2. καίω αρωματική ουσία•накурить ладаном λιβανίζω.
3. (με σημ. πολύ) αποστάζω, βγάζω με απόσταξη.καπνίζω πολύ. -
27 плясать
пляшу, пляшешь- μτχ. ενστ. пляшущийρ.δ. χορεύω (συνήθως για λαϊκούς χορούς)•пот и -ет τραγουδάει και χορεύει.
|| μτφ. αναπηδώ, τρέμω, ανακινούμαι.εκφρ.плясать перед кем-л. – γαλιφίζω, κολακεύω, λιβανίζω. -
28 подпевать
ρ.δ.1. σεκοντάρω.2. μτφ. εγκωμιάζω, λιβανίζω, θυμιατίζω, κολακεύω. -
29 фимиам
-а α.1. θυμίαμα.2. έπαινος κολακευτικός.εκφρ.курить (воскурить, жечь) фимиам – λιβανίζω, θυμιατίζω (κολακεύω). -
30 λίβανος
Grammatical information: f. m.Meaning: `frankincense' (Sapph., Pi., E.), `frankincense-tree' (Hdt., Melanipp., Thphr.); λιβανωτός m. (f.) `id.' (Sapph., IA.).Compounds: Some compp., e.g. λιβανοφόρος (Herakleid. Com.), λιβανωτο-φόρος (Hdt.).Derivatives: 1. From λίβανος: dimin. λιβανίδιον (Men.); adj. λιβαν-ώδης `like f.' (Philostr.), - ινος `with the colour of f., made of f.' (pap., Gloss.); λιβανᾶς m. `trade of f.' (pap.), λιβανῖτις f. surn. of Aphrodite (Luc.; as she was revered with f., Schrader-Nehring Reallex. 2, 641r); verbs λιβανόομαι `be mixed with f.' (LXX), λιβανίζω `smell like f.' (Dsc., Gal.). - 2. From λιβανωτός: λιβανωτίς f. `rosemary, Rosmarinus' (Thphr., Nic., Dsc.; after the smell, Strömberg Pflanzennamen 62), also `censer' (Delos, hell.) like λιβανωτίδιον (Delos IIa) and λιβανωτρίς (Anatolia, empire; after names of utensils in - τρίς, Chantraine Form. 340 f.), λιβαν-ωτικός `consisting of f.' (hell. inscr. a. pap.), - ώτινος `prepared with f.' (medic.); λιβανωτίζω `incense, smell like f.' (Str., Dsc.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.Etymology: Semitic LW [loanword]; cf. Hebr. lebōnā `f.', and Phoenic. lebōnat etc. `id.' (from lāban `be white', prob. after the white colour of the sap of the f.). Pehaps the mountainname Λίβανος ( = Lebānōn) influenced the Greek vocalisation. The meaning `f.tree' is secondary against `f.'. - Details in Lewy Fremdw. 44f. and Schrader-Nehring l.c. E. Masson, Emprunts sémit. 53.Page in Frisk: 2,120Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λίβανος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λιβανίζω — λιβανίζω, λιβάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιβανίζω — (Α λιβανίζω) [λίβανος] νεοελλ. 1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω 2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά 3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον 4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι αρχ. έχω… … Dictionary of Greek
λιβανίζω — λιβάνισα, λιβανίστηκα, λιβανισμένος 1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω: Ο ιερέας λιβάνισε το ναό. 2. μτφ., κολακεύω με ευτελή τρόπο: Τον λιβάνιζε όλη μέρα για να του δανείσει χρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιβανίζον — λιβανίζω smell like frankincense pres part act masc voc sg λιβανίζω smell like frankincense pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανίζουσι — λιβανίζω smell like frankincense pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λιβανίζω smell like frankincense pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανιζούσης — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανίζουσα — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβανίζουσαι — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβάνισμα — το [λιβανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λιβανίζω, το θυμιάτισμα 2. μτφ. ταπεινή κολακεία 3. το να επαναλαμβάνει κάποιος συνεχώς και ενοχλητικά τις ίδιες λέξεις … Dictionary of Greek
προλιβανωτίζω — Α λιβανίζω, θυμιάζω με λιβάνι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λιβανωτίζω «λιβανίζω»] … Dictionary of Greek
αλιβάνιστος — η, ο [λιβανίζω] 1. αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθύμιαστος, αθυμιάτιστος 2. αυτός που δεν συχνάζει σε εκκλησίες, και κατ’ επέκταση άθρησκος 3. αυτός που δεν τόν κολάκευσαν, δεν τόν περιέβαλαν με δουλόφρονες ή χαμερπείς κολακείες … Dictionary of Greek