-
1 ληιστηρ
-
2 ιχθυοληιστηρ
-
3 ιχθυσιληιστηρ
См. также в других словарях:
ληιστήρ — ληϊστήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. ληστήρ … Dictionary of Greek
ληιστήρ — masc nom sg λῃστήρ robber masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστῆρ' — ληιστῆρα , ληιστήρ masc acc sg ληιστῆρι , ληιστήρ masc dat sg ληιστῆρε , ληιστήρ masc nom/voc/acc dual ληιστῆρα , λῃστήρ robber masc acc sg ληιστῆρι , λῃστήρ robber masc dat sg ληιστῆρε , λῃστήρ robber masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστῆρας — ληιστήρ masc acc pl λῃστήρ robber masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστῆρες — ληιστήρ masc nom/voc pl λῃστήρ robber masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστῆρσι — ληιστήρ masc dat pl λῃστήρ robber masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστῆρσιν — ληιστήρ masc dat pl λῃστήρ robber masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστήρων — ληιστήρ masc gen pl λῃστήρ robber masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστῆρα — ληιστήρ masc acc sg λῃστήρ robber masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστῆρος — ληιστήρ masc gen sg λῃστήρ robber masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστῆρσι — ληιστήρ masc dat pl λῃστήρ robber masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)