-
1 ληρος
I.ὁ Luc., Anth. v. l. = λῆρος См. ληρος 4II.ὅ1) пустяки, вздор, бессмыслица(λῆρον ληρεῖν Arph.; λῆροι καὴ παιδιαί Plat.)
2) пустяк, ничтоλ. πάντα δοκεῖ εἶναι πρός τι Xen. — все кажется пустяком по сравнению с чем-л.
3) болтун, пустослов(λῆρον ἡγεῖσθαί τινα Plat.)
4) безделушка, побрякушка Luc., Anth. -
2 λῆρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λῆρος
-
3 λήρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λήρος
-
4 λῆρος
пустословие, болтовня, вздор, бессмыслица, пустяк.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λῆρος
-
5 λῆρος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λῆρος
-
6 βεκκεσεληνος
-
7 κορυζα
ἥ1) насморк, гнойное истечение из носа(κορύζης τέν ῥῖνα μεστός Luc.)
2) тупоумие(λῆρος καὴ κ. Luc.)
-
8 Κρονοληρος
-
9 3026
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3026
См. также в других словарях:
λῆρος — trash masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek
ληροί — ληρός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληρόν — ληρός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῆρε — λῆρος trash masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῆροι — λῆρος trash masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῆρον — λῆρος trash masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδυσματόληρος — ἡδυσματόληρος, ον (Α) ο παράλογα, ο ανόητα νοστιμευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυσματ τού ήδυσμα (πρβλ. γεν. ηδύσματ ος) + συνδετικό φωνήεν ο + ληρος (< λήρος «ανοησία»), πρβλ. κρονό ληρος, χρησμωδό ληρος] … Dictionary of Greek
блѧдь — БЛѦД|Ь (9*), И с. 1.Обман, вздор, ошибка; ересь: ѡ(т)коудѣ оубо вамъ ||=сиѩ бледь. тамо ни дрѣва доубровна соуть. ни ѡслѩта миноують. посрамлѩѥтсѩ оубо. (τὸ ληρεῖν) КР 1284, 375 376; и къ симъ ѡ(т) западьныхъ нѣкыхъ скверны(х) и нощны(х) жертъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
χρησμωδόληρος — ὁ, Α (πιθ. γρφ.) άτομο που διατυπώνει ανόητες προφητείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμῳδός + λῆρος (Ι) «φλυαρία, μωρολογία» (πρβλ. ἡδυσματό ληρος, κρονό ληρος)] … Dictionary of Greek
блядение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. 1) (греч. λῇρος), вздор, пустяки; 2) (ἄθλος), состязание,… … Словарь церковнославянского языка