Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λημώδης

См. также в других словарях:

  • λημώδης — ες (Α λημώδης, ώδες) [λήμη] γεμάτος λήμες, τσιμπλιασμένος, τσιμπλιάρης …   Dictionary of Greek

  • λημώδεις — λημώδης full of rheum masc/fem acc pl λημώδης full of rheum masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλημώδης — γλημώδης, ες (Α) γλαμυρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το γλημώδης (με εκτεταμένη βαθμίδα θέματος) αποτελεί παράλληλο τ. τού γλᾰμ υρός* και σχηματίστηκε από συμφυρμό με το λημώδης «τσιμπλιάρης»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»