Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λημνίσκος

См. также в других словарях:

  • λημνίσκος — woollen fillet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α …   Dictionary of Greek

  • λημνίσκοι — λημνίσκος woollen fillet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λημνίσκοις — λημνίσκος woollen fillet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λημνίσκον — λημνίσκος woollen fillet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λημνίσκου — λημνίσκος woollen fillet masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λημνίσκους — λημνίσκος woollen fillet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λημνίσκων — λημνίσκος woollen fillet masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λημνίσκῳ — λημνίσκος woollen fillet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Symbole infini — ∞ ∞ Unicode …   Wikipédia en Français

  • — Unicode …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»