-
1 ληκύθειος
-
2 ληκύθειος
См. также в других словарях:
ληκύθειος — ληκήθειος, ον (Α) [λήκυθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λήκυθο 2. φρ. «ληκύθειος Μοῡσα» η τραγωδία … Dictionary of Greek
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek