Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ληκύθειος

См. также в других словарях:

  • ληκύθειος — ληκήθειος, ον (Α) [λήκυθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λήκυθο 2. φρ. «ληκύθειος Μοῡσα» η τραγωδία …   Dictionary of Greek

  • λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»