1 ληκητης
( Timon ap. Diog.L. - v. l. к κηλητής)
Древнегреческо-русский словарь > ληκητης
2 κηλητης
( Timon ap. Diog.L. - v. l. ληκητής)
Древнегреческо-русский словарь > κηλητης
ληκητής — ληκητής, ὁ (Α) [ληκάω] αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς («ἀγοραίων ληκητὴς ἐπέων», Τίμ.) … Dictionary of Greek
ληκητής — bawler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)