-
1 ληθάνεμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ληθάνεμος
См. также в других словарях:
ληθάνεμος — ληθάνεμος, ον (Α) βλ. λαθάνεμος … Dictionary of Greek
λαθάνεμος — και ληθάνεμος, ον (Α) αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, αυτός που δεν έχει άνεμο, ήρεμος, γαλήνιος («λαθάνεμος ὥρα», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ τού λανθάνω, (πρβλ. αόρ. ἔ λαθ ον) + ἄνεμος (πρβλ. αλεξ άνεμος, κωλυσ άνεμος). Ο τ. ληθάνεμος < θ.… … Dictionary of Greek