-
21 λέων
лев.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λέων
-
22 Λεών
Λεώ̆ν, Λεώςmen: masc acc sg (attic epic ionic) -
23 λεών
λαόςmen: masc acc sg (attic) -
24 λέων
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λέων
-
25 λέων,-οντος
+ ὁ N 3 6-34-47-52-22=161 Gn 49,9(bis); Nm 23,24; 24,9; Dt 33,20lion Jgs 14,18; a lion-hearted person Est 4,17sσῶσόν με ἐκ στόματος λέοντος rescue me from a lion’s jaws, rescue me from danger (metaph.) Ps 21(22),22 -
26 χαμαι-λέων
χαμαι-λέων, οντος, ὁ, das Chamäleon, eine Eidechsenart; Arist. H. A. 2, 11; Plut. Alc. 23; – eine Pflanze, von der schillernden Farbe ihrer Blätter benannt, Theophr., Diosc.
-
27 μυρμηκο-λέων
μυρμηκο-λέων, οντος, ὁ, der Ameisenlöwe, LXX., wo es Andere auch von einer unbestimmten Art Löwen erklären.
-
28 μονο-λέων
-
29 θῡμο-λέων
-
30 αἰνο-λέων
-
31 ὀσπρο-λέων
ὀσπρο-λέων, οντος, ὁ, der Hülsenfruchtlöwe, ein den Hülsenfrüchten schädliches Unkraut, sonst ὀροβάγχη, Geopon.
-
32 ἀντι-λέων
-
33 Λεόντεσσιν
Λέωνmasc dat pl (epic aeolic) -
34 Λεόντοιν
Λέωνmasc gen /dat dual -
35 Λεόντων
Λέωνmasc gen pl -
36 Λέον
Λέωνmasc voc sg -
37 Λέοντα
Λέωνmasc acc sg -
38 Λέοντας
Λέωνmasc acc pl -
39 Λέοντε
Λέωνmasc nom /voc /acc dual -
40 Λέοντες
Λέωνmasc nom /voc pl
См. также в других словарях:
Λέων — masc nom sg Λής masc gen pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέων — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
Λέων ο Αφρικανός — (Χασάν Ιμπν Μοχάμαντ αλ Μπαζάν, 1494 – 1552;). Άραβας γεωγράφος. Καταγόταν από οίκο ευγενών της Γρενάδα. Μετά την κατάλυση του αραβικού κράτους στην Ισπανία, σπούδασε στο Φεζ και στη συνέχεια ταξίδεψε στη βόρεια Αφρική και στη νοτιοδυτική Ασία.… … Dictionary of Greek
Λεῶν — Λεώς men masc gen pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῶν — λαός men masc gen pl (ionic) λεάζω to be smooth fut part act masc voc sg λεάζω to be smooth fut part act neut nom/voc/acc sg λεάζω to be smooth fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεών — Λεώ̆ν , Λεώς men masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεών — λαός men masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέων ο Τριπολίτης — (τέλη 9ου – μέσα 10ου αι. μ.Χ.). Εξισλαμισμένος χριστιανός πειρατής από την Τρίπολη της Φοινίκης. Επιδόθηκε πολύ νέος στην πειρατεία και απέκτησε δικό του πειρατικό στόλο. Επιδεικνύοντας τόλμη και αγριότητα, αλλά και βοηθούμενος από το πειρατικό… … Dictionary of Greek
Άγιος Λέων — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 428 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, νοτιοανατολικά του όρμου Έξω Χώρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτεμισίων του νομού Ζακύνθου … Dictionary of Greek
Αλλάτιος, Λέων — (Χίος 1587 – Ρώμη 1669).Θεολόγος και φιλόλογος, από τους πιο σπουδαίους Έλληνες λόγιους της τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε στη Χίο από ορθόδοξους γονείς, αλλά υπό την επιρροή του καθολικού θείου του, που ήταν και ο πρώτος του δάσκαλος, άρχισε να… … Dictionary of Greek