Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λείρινος

См. также в других словарях:

  • λείρινος — λείρινος, ίνη, ον (Α) [λείριον] 1. κατασκευασμένος από κρίνα («ἔλαιον λείρινον», Γαλ.) 2. αυτός που μοιάζει με κρίνο 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («άνθος λείρινον», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • λείρινον — λείρινος made of lilies masc acc sg λείρινος made of lilies neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείριο — Βλ. λ. κρίνο. * * * το (Α λείριον) νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας λιλιίδες, κν. κρίνος αρχ. το φυτό νάρκισσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο το λείριον όσο και το λατ. lilium, με την ίδια σημ., είναι δάνειες λ. από γλώσσα τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»