-
1 albumine
λεύκωμα -
2 белок
1. (яйца) το ασπράδι του αυγού, το λεύκωμα 2. (биол, хим.) το λεύκωμα, η πρωτεΐνη 3. (глаза) το ασπράδι του ματιού, ο λευκός χιτώνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > белок
-
3 альбом
-
4 белок
белокм1. (яйца) τό λεύκωμα, τό ἀσπράδι (αύγοῦ);2. биол., хим. τό λεύκωμα;3. (глаза) τό ἀσπράδι τοῦ ματιοῦ, ὁ λευκός χιτών. -
5 белок
-лка α.1. λεύκωμα, ασπράδι (αυγού).2. λεύκωμα (οργανική ουσία).3. ασπράδι του ματιού, ο κερατοειδής χιτώνας. -
6 альбом
το λεύκωμα, το άλμπουμ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > альбом
-
7 лейкома
мед. το λεύκωμα (του κερατοειδούς).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лейкома
-
8 белок
-
9 альбом
альбомм τό λεύκωμα. -
10 альбумин
альбуминм хим. τό λεύκωμα. -
11 album
['ælbəm]1) (a book with blank pages for holding photographs, stamps etc.) λεύκωμα2) (a long-playing gramophone record: I haven't got the group's latest album.) δίσκος -
12 scrapbook
noun (a book with blank pages on which to stick pictures etc: The actor kept a scrapbook of newspaper cuttings about his career.) λεύκωμα αποκομμάτων -
13 альбом
[αλальбомμπόμ] ουσ. α. λεύκωμα -
14 альбумин
[αλ'μπουμίν] ουσ. α. (χημ.) λεύκωμα -
15 альбом
[αλальбомμπόμ] ουσ α λεύκωμα -
16 альбумин
[αλ'μπουμίν] ουσ α (χημ) λεύκωμα -
17 альбом
-а α.λεύκωμα, άλμπουμ. -
18 альбумин
-а α.(βιοχημ.) λεύκωμα (ουσία). -
19 бельмо
-а, πλθ. бельма ουδ.λεύκωμα, κηλίδα λευκή στο μάτι.εκφρ.как бельмо на глазу – σαν τσάχαλο στο μάτι μού είναι• τσιμπούρι, κουνούπι μού ‘γίνε. -
20 вид
вид 1-а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•жалкий вид άθλια μορφή•
наружный вид εξωτερική εμφάνιση•
гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•
жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.
|| (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•больной вид ασθενική όψη•
строгий вид αυστηρό ύφος•
важный вид σοβαρό ύφος•
радостный вид χαρούμενη όψη.
|| κατάσταση•в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•
в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.
2. προοπτική, άποψη, θέα•комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•
вид на город η άποψη της πόλης.
|| τοπίο•альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.
3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•в -у, на -у εν όψει•
в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•
на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•
испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•
у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•
ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•
при -е опасности εν όψει του κινδύνου•
потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).
4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•-ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•
-ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.
5. παλ. η ταυτότητα.εκφρ.вид на жительство – είδος ταυτότητας•в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•под -ом – με την πρόφαση•видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•в -у – λόγω, ένεκα•он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.вид 2-а α.είδος• τύπος•разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.
|| (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•
отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.
(γλωσ.)•μορφή•глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•
глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λεύκωμα — tablet covered with gypsum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκωμα — το, ατος 1. βιβλίο που περιέχει συλλογή φωτογραφιών, εικόνων κτλ., άλμπουμ: Αγόρασα ένα λεύκωμα με φωτογραφίες της πόλης. 2. τετράδιο όπου οι φίλοι του κατόχου γράφουν αφιερώσεις, ποιήματα, ιδέες κτλ. για ανάμνηση: Στην τάξη μου όλες οι μαθήτριες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… … Dictionary of Greek
λευκωμάτων — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώμασι — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώμασιν — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώματα — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώματι — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώματος — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλμπουμ — το λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα*. Κατά την… … Dictionary of Greek
λευκωματίζομαι — (Α) [λεύκωμα] παθαίνω λεύκωμα στο μάτι … Dictionary of Greek