-
1 λεύκωμα
λεύκωμα, τό, das Weißgefärbte, bes. eine mit Gyps überzogene Tafel, die zu öffentlichen Bekanntmachungen gebraucht wurde, nach B. A. 277 πίναξ γύψῳ ἀληλιμμένος πρὸς γραφὴν πολιτικῶν γραμμάτων ἐπιτήδειος, so γράψαντες εἰς λεύκωμα Lys. 9, 6; εἰς λ. ἀναγράψαι, Dem. 24, 23 u. Sp., vgl. D. Cass. 55, 03, τά τε ὀνόματα συμπάντων τῶν βουλευόντων εἰς λεύκωμα ἀναγράψας ἐξέϑηκε. Dah. Paroemiogr. App. 2, 63, ἐν λευκώμασιν ἐγράφης, auf die öffentliche, durch Anschlag angezeigte Versteigerung der Güter gehend. – Auch das Weiße im Ei, Sp.; – u. ein weißer Fleck im Auge, ein Fehler in der Hornhaut, der weiße Staar, Schol. Ar. Plut. 633.
-
2 λεύκωμα
λεύκωμα, τό, das Weißgefärbte, bes. eine mit Gips überzogene Tafel, die zu öffentlichen Bekanntmachungen gebraucht wurde; ἐν λευκώμασιν ἐγράφης, auf die öffentliche, durch Anschlag angezeigte Versteigerung der Güter gehend. Auch das Weiße im Ei; u. ein weißer Fleck im Auge, ein Fehler in der Hornhaut, der weiße Star -
3 παρά-λαμψις
παρά-λαμψις, ἡ, ein weißer Fleck auf der Hornhaut des Auges, λεύκωμα, Galen. aus Hippocr.
-
4 λευκόω
λευκόω, weißen, weiß machen, weiß färben, bes. pass., ἐν τοίχῳ λελευκωμένῳ, mit Kalk übertüncht, Plat. Legg. VI, 785 a; γραμματεῖον λελευκωμένον, = λεύκωμα, Dem. 46, 11; λελεύκωται, Arist. phys. 1, 2. Auch λευκωϑεὶς κάρα μύρτοις, Pind. I. 3, 87. – Med. für sich weiß anstreichen, ὅπλα, τὰ κράνη, Xen. Hell. 2, 4, 25. 5, 20, dem nachher λαμπρύνομαι entspricht, also blank machen; aber λεύκωσαι πόδα, entblöße den Fuß, Q. Maec. 11 (IX, 403).
-
5 ἄργεμα
См. также в других словарях:
λεύκωμα — tablet covered with gypsum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκωμα — το, ατος 1. βιβλίο που περιέχει συλλογή φωτογραφιών, εικόνων κτλ., άλμπουμ: Αγόρασα ένα λεύκωμα με φωτογραφίες της πόλης. 2. τετράδιο όπου οι φίλοι του κατόχου γράφουν αφιερώσεις, ποιήματα, ιδέες κτλ. για ανάμνηση: Στην τάξη μου όλες οι μαθήτριες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… … Dictionary of Greek
λευκωμάτων — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώμασι — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώμασιν — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώματα — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώματι — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκώματος — λεύκωμα tablet covered with gypsum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλμπουμ — το λεύκωμα, συλλογή απο αυτόγραφα, στίχους, γνώμες ή σκέψεις, φωτογραφίες, εικόνες κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ξενική που προέρχεται από το ουδ. του λατιν. επίθ. albus «λευκός». Το λατιν. ουσ. album ήταν αντίστοιχο της αρχ. ελλην. λ. λεύκωμα*. Κατά την… … Dictionary of Greek
λευκωματίζομαι — (Α) [λεύκωμα] παθαίνω λεύκωμα στο μάτι … Dictionary of Greek