-
1 δαφοινός
A tawny (as expld. by most Gramm., though some also give blood-reeking),δαφοινὸν δέρμα λέοντος Il.10.23
;δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός 2.308
;θῶες δ. 11.474
; λαῖφοςδ' ἐπὶ νῶτα δαφοινὸν λυγκὸς ἔχει h.Pan.23
; πῆμα δ., of the dragon Python, h.Ap.304;δ. ἀετός A.Pr. 1022
;λεόντων ἁ δ. ἴλα E.Alc. 581
(lyr.);δ. ἄγρα
tawny,Pi.
N.3.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφοινός
-
2 δαφοινος...
δαφοινός...δαφοινεός, δᾰφοινός21) обагренный(εἵμα αἵματι Hom., Hes.)
2) кровавый, окровавленный(πῆμα HH.; Κῆρες Hes.; ἄγρα Pind.; ἀετός Aesch.)
3) кровавокрасный или рыжий(δέρμα λέοντος, θῶες Hom.; λεόντων ἴλα Eur.)
-
3 δα-φοινός
δα-φοινός, fem. δαφοινή Opp. C. 3, 440, eigentl. = ganz blutig, ganz blutroth; von φοινός und δα- = ζα- = διά, vgl. δάσκιος; Apoll. Lex. Homer. p. 56, 11 δαφοινός ὁ μεγάλως φοινὸς καὶ ἐρυϑρός. ἔνιοι δὲ δαφοινὸν τὸν μεγάλως φόνιον, Homer dreimal: Iliad. 11, 474 δαφοινοὶ ϑῶες, rothgelb; Iliad. 10, 23 δαφοινὸν δέρμα λέοντος αἴϑωνος; Iliad. 2, 308 δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός. Vgl. δαφοινεός Iliad. 18, 538. – Folgende: Κῆρες Hes. Sc. 250; πῆμα H. h. Ap. 304; ἄγρα Pind. N. 3, 77; αἰετός Aesch. Prom. 1024; λύκοι Opp. C. 3, 393; blutroth, δαλός Aesch. Ch. 606; rothgelb, Eur. Alc. 581 λεόντων ἁ δαφοινὸς ἴλα.
-
4 δαφοινεος
δαφοινεός, δᾰφοινός21) обагренный(εἵμα αἵματι Hom., Hes.)
2) кровавый, окровавленный(πῆμα HH.; Κῆρες Hes.; ἄγρα Pind.; ἀετός Aesch.)
3) кровавокрасный или рыжий(δέρμα λέοντος, θῶες Hom.; λεόντων ἴλα Eur.)
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский