-
1 λεωσφετερος
См. также в других словарях:
λεωσφέτερος — λεωσφέτερος, ον (Α) συμπολίτης («Λακεδαιμόνιοι ἐποιήσαντο λεωσφέτερον [τεισαμενόν]», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λέω (βλ. λαο ) + σφέτερος «δικός τους»] … Dictionary of Greek
λεωσφέτερον — λεωσφέτερος one of their own people masc/fem acc sg λεωσφέτερος one of their own people neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek