Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λεχεποίης

См. также в других словарях:

  • λεχεποίης — λεχεποίης, ό, θηλ. λεχεποίη (Α) αυτός που έχει άφθονη χλόη για την κατασκευή στρωμάτων (α. «Ἄσωπον δ ἵκοντο βαθύσχοινον λεχεποίην», Ομ. Ιλ. β. «ἀγχίαλόν τ Ἀντρῶνα ἰδὲ Πτελεὸν λεχεποίην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεχεσ ποίης < λέχος + ποιῶ] …   Dictionary of Greek

  • λεχεποίης — λεχεποίη grown with grass fit to make a bed fem gen sg (epic ionic) λεχεποίης grown with grass fit to make a bed masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • λεχεποίην — λεχεποίη grown with grass fit to make a bed fem acc sg (epic ionic) λεχεποίης grown with grass fit to make a bed masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεχεποίῃ — λεχεποίη grown with grass fit to make a bed fem dat sg (epic ionic) λεχεποίης grown with grass fit to make a bed masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»