-
1 Λεύκ'
-
2 Λεῦκ'
-
3 λεύκ'
-
4 λεῦκ'
-
5 Λεύκ'
Λεύκᾱͅ, Λεύκηleprosy: fem dat sg (doric aeolic) -
6 λεύκ'
λεύκᾱͅ, λεύκηleprosy: fem dat sg (doric aeolic) -
7 λευκάκανθα
A white thistle, Tyrimnus leucographus, Thphr. HP6.4.3, Plin.HN21.94 (v. infr.).2 tuberous thistle, Cnicus tuberosus, Dsc.3.19, Gal.12.58, Plin.HN22.40:—in form [suff] λευκ-άκανθος, ἡ, ib.21.94, v.l. in Gal.6.623.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκάκανθα
-
8 λευκάνθεμον
λευκ-άνθεμον, τό,A white-flower, like χρυσάνθεμον, name of several plants of the genus Anthemis, Dsc.3.137, Plin.HN21.163:— also [suff] λευκ-ανθεμίς, ίδος, ἡ, ib.22.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκάνθεμον
-
9 λευκανίη
A v. λαυκανίη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκανίη
-
10 λευκάργιλλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκάργιλλος
-
11 λευκελεφάντινα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκελεφάντινα
-
12 λευκερινεός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκερινεός
-
13 λευκίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκίτης
-
14 λευκωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκωτής
-
15 λευκάλφιτος
λευκ-άλφῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκάλφιτος
-
16 λευκάμπυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκάμπυξ
-
17 λευκανθής
λευκ-ανθής, ές,A white-blossoming, Nic.Th. 530: generally, blanched, white,καπνός Pi.N.9.23
(dub.);λ. κάρα S.OT 742
, cf. AP12.165 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκανθής
-
18 λευκανθίζω
A v. λευκαθίζω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκανθίζω
-
19 λευκανίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκανίων
-
20 λεύκανσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεύκανσις
См. также в других словарях:
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
Λεῦκ' — Λεῦκαι , Λεύκη leprosy fem nom/voc pl Λεῦκε , Λεῦκος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῦκ' — λεῦκαι , λεύκη leprosy fem nom/voc pl λεῦκε , λεῦκος a fish masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκ' — Λεύκᾱͅ , Λεύκη leprosy fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκ' — λεύκᾱͅ , λεύκη leprosy fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
λευκαθίζω — και, δ. γρφ., λευκανθίζω (Α) 1. είμαι ή φαίνομαι λευκός, λευκάζω, ασπρίζω («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.) 2. (για υγρά μάτια) λάμπω, λαμπυρίζω («ὑγρά, διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * +… … Dictionary of Greek
λευκογένης — και λευκογένειος, ο αυτός που έχει λευκά γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γένης (< γένι), πρβλ. ξανθο γένης, ψαρο γένης. Ο τ. λευκογένειος < λευκ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. ακρο γένειος, δασυ γένειος. Η λ. λευκογένειος μαρτυρείται … Dictionary of Greek
λευκόγειος — α, ο (AM λευκόγειος, ον, Α και λευκόγεως, ων και λευκόγαιος, ον) αυτός που έχει λευκή γη, άσπρο χώμα, ή αυτός που προέρχεται από λευκή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γειος (< γαία), πρβλ. επί γειος, υπό γειος. Οι τ. λευκόγεως και λευκόγαιος… … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
LYCAS — canis venaticae nomen, in Epigr. Simonidis apud Pollucem, Σεῦ καὶ φθιμένας λεῦκ᾿ ὀςτἐα τῷ δ᾿ ἐνὶ τόμβῳ. Ι῎ςκω ἕτι τρομέειν, θῆρας, ἀγρῶσα Λυκὰς … Hofmann J. Lexicon universale