-
1 λευκάμπυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκάμπυξ
См. также в других словарях:
χρυσάμπυξ — υκος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για άλογο) αυτός που έχει χρυσά προμετωπίδια (αρχ) (για χαλινό) αυτός που έχει χρυσό έλασμα στα λουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄμπυξ «διάδημα, ταινία» (πρβλ. λευκ άμπυξ)] … Dictionary of Greek
λευκάμπυξ — λευκάμπυξ, υκος, ὁ, ἡ, τὸ (Α) αυτός που φορά λευκό κεφαλόδεσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἄμπυξ «ταινία για το δέσιμο τών μαλλιών»] … Dictionary of Greek