-
1 λευκ-ερῑνεός
λευκ-ερῑνεός, ὁ, ein wilder Feigenbaum, der weiße, eßbare Früchte trägt, Hermipp. Ath. III, 76 c; Hesych.
-
2 λευκερινεός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκερινεός
-
3 λευκερῑνεός
λευκ-ερῑνεός, ὁ, ein wilder Feigenbaum, der weiße, eßbare Früchte trägt
См. также в других словарях:
λευκερινεός — λευκερινεός, αττ. τ. λευκερίνεως, ἡ (Α) 1. είδος συκιάς που παράγει λευκά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρινεός «αγριοσυκιά»] … Dictionary of Greek