-
1 λευκ-ανθίζω
λευκ-ανθίζω, weiß blühen, weiß schimmern; τὸν ἂν μὴ λευκανϑίζοντα ἴδωνται, τοῠτον κτείνειν Her. 8, 27, wo γυψώσας ἄνδρας vorhergeht; λευκανϑίζουσιν οἱ λόφοι, vom Schnee, Alciphr. 3, 30; λευκανϑίζοντες ὀφϑαλμοί S. Emp. pyrrh. 1, 44.
-
2 λευκανθίζω
A v. λευκαθίζω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκανθίζω
-
3 λευκανθίζω
λευκ-ανθίζω, weiß blühen, weiß schimmern; λευκανϑίζουσιν οἱ λόφοι, vom Schnee
См. также в других словарях:
λευκαθίζω — και, δ. γρφ., λευκανθίζω (Α) 1. είμαι ή φαίνομαι λευκός, λευκάζω, ασπρίζω («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.) 2. (για υγρά μάτια) λάμπω, λαμπυρίζω («ὑγρά, διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * +… … Dictionary of Greek