Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λευκό-λινον

См. также в других словарях:

  • χρυσόλινον — τὸ, ΜΑ χρυσή κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λίνον «λινάρι» (πρβλ. λευκό λινον)] …   Dictionary of Greek

  • λινάρι — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Linum, της οικογένειας των λινιδών, της τάξης των γερανιιδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει περίπου 230 είδη. Πρόκειται για ποώδη, ασιατικής καταγωγής φυτά, μονοετή ή πολυετή, ανάλογα με την περιοχή όπου …   Dictionary of Greek

  • λευκόλινον — λευκόλινον, τὸ (Α) λευκό λινάρι που χρησίμευε για κατασκευή σχοινιών και ξαρτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + λίνον «λινάρι»] …   Dictionary of Greek

  • λινοπτέρυξ — λινοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) λινόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πτέρυξ (< πτερόν), πρβλ. λευκο πτέρυξ, μελανο πτέρυξ] …   Dictionary of Greek

  • λινόσαρκος — λινόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει σώμα λευκό και απαλό, απαλόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λιπό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • λινόστολος — λινόστολος, ον (Α) ντυμένος με λινά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στολος (< στολή), πρβλ. εύ στολος, λευκό στολος] …   Dictionary of Greek

  • λις — (I) λίς, ἡ (Α) 1. ως επίθ. λεία, ομαλή («λὶς πέτρη», Ομ. Οδ.)·2.λῑτα, λιτί (τ. ουσ. αιτ. εν. ή πληθ. και δοτ. εν. οι οποίοι πρέπει να έχουν σχέση με τη λέξη) α) λείο λεπτό ύφασμα που έστρωναν στον θρόνο και πάνω σ αυτό έστρωναν κατόπιν τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»