-
1 Λευκίππω
-
2 Λευκίππῳ
-
3 λευκίππω
-
4 λευκίππῳ
-
5 Λευκίππωι
Λευκίππῳ, Λεύκιπποςriding: masc dat sg -
6 λευκίππωι
λευκίππῳ, λεύκιπποςriding: masc /fem /neut dat sg
См. также в других словарях:
Λευκίππῳ — Λεύκιππος riding masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίππῳ — λεύκιππος riding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκίππωι — Λευκίππῳ , Λεύκιππος riding masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκίππωι — λευκίππῳ , λεύκιππος riding masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκιππος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας και ιδρυτής της «επί Μαιάνδρω» Μαγνησίας. Ήταν γιος του Ξάνθιου και απόγονος του Βελλεροφόντη. Όπως αναφέρει ο Ερμησιάναξ (4ος 3ος αι. π.Χ.), διακρινόταν για τη μεγάλη σωματική του δύναμη και τις εξαιρετικές … Dictionary of Greek