-
1 λευκο-κέρατες
λευκο-κέρατες, οἱ βόες, mit weißen Hörnern, Hesych., wenn es nicht λευκόκρατες, mit weißen Köpfen, heißen soll.
См. также в других словарях:
λευκόκρας — (Α) 1. λευκοκέφαλος 2. (κατά τον Ησύχ.) «λευκόκρατες ἡ διὰ τὸ τοὺς ἐν Εὐβοίᾳ βοῡς λευκοὺς εἶναι, ἢ ἴσως ἀντὶ τοῡ λαμπρούς». [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + κρας (ποιητ. τ. τού κάρα «κεφαλή»)] … Dictionary of Greek