Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λευκωματίζομαι

См. также в других словарях:

  • λευκωματίζομαι — (Α) [λεύκωμα] παθαίνω λεύκωμα στο μάτι …   Dictionary of Greek

  • λευκωματισθέντα — λευκωματίζομαι to be affected with aor part mp neut nom/voc/acc pl λευκωματίζομαι to be affected with aor part mp masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»