-
1 λευκο-φλεγματία
λευκο-φλεγματία, ἡ, die Bleichsucht, Medic.; auch λευκὸν φλέγμα, τό, Hippocr.
-
2 λευκοφλεγματία
λευκο-φλεγματία, ἡ, die Bleichsucht
1 λευκο-φλεγματία
λευκο-φλεγματία, ἡ, die Bleichsucht, Medic.; auch λευκὸν φλέγμα, τό, Hippocr.
2 λευκοφλεγματία