Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

λευκο-πτέρυξ

См. также в других словарях:

  • κυανοπτέρυξ — κυανοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) (για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτέρυξ (πρβλ. λευκο πτέρυξ, φοινικο πτέρυξ)] …   Dictionary of Greek

  • λινοπτέρυξ — λινοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) λινόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πτέρυξ (< πτερόν), πρβλ. λευκο πτέρυξ, μελανο πτέρυξ] …   Dictionary of Greek

  • φερεπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α φερέπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πτέρυξ (πρβλ. λευκο πτέρυξ, τανυ πτέρυξ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»