-
1 λευκο-πτέρυξ
λευκο-πτέρυξ, υγος, dasselbe, nur Conj. bei Ion im Schol. Ar. Pax 835.
-
2 λευκόπτερος,
λευκό-πτερος, u. λευκο-πτέρυξ, υγος, mit weißen Fittigen -
3 λευκοπτέρυξ
λευκό-πτερος, u. λευκο-πτέρυξ, υγος, mit weißen Fittigen
См. также в других словарях:
κυανοπτέρυξ — κυανοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) (για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτέρυξ (πρβλ. λευκο πτέρυξ, φοινικο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek
λινοπτέρυξ — λινοπτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ (Α) λινόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πτέρυξ (< πτερόν), πρβλ. λευκο πτέρυξ, μελανο πτέρυξ] … Dictionary of Greek
φερεπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α φερέπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πτέρυξ (πρβλ. λευκο πτέρυξ, τανυ πτέρυξ)] … Dictionary of Greek