Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λευκο-βραχίων

См. также в других словарях:

  • στερροβραχίων — ονος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει ισχυρούς βραχίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. τού στερεός + βραχίων (πρβλ. λευκο βραχίων)] …   Dictionary of Greek

  • καλλίπηχυς — καλλίπηχυς, υ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίους βραχίονες 2. (για βραχίονα) ωραίος («καλλίπηχυν Ἕκτορος βραχίονα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πηχυς (< πῆχυς «βραχίων») πρβλ. αγλαό πηχυς, λευκό πηχυς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»