-
1 λευκογραφεω
См. также в других словарях:
λευκογραφήσεις — λευκογραφέω paint in white aor subj act 2nd sg (epic) λευκογραφέω paint in white fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκογραφήσας — λευκογραφήσᾱς , λευκογραφέω paint in white aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)