-
1 λευκάζω
-
2 λευκάζω
-
3 λευκάζω
αμετ. белеть -
4 белеть
беле||тьнесов1. (становиться белым) ἀσπρίζω, λευκαίνω, λευκαίνομαι;2. (виднеться) λευκάζω, φαίνομαι λευκός, ἀσπρίζω:седина \белетьет в волосах τά μαλλιά του πήραν ν; ἀσπρίζουν. -
5 белеться
беле||тьсяφαίνομαι ἄσπρος, λευκάζω. -
6 белеть
-ею, -еешь, ρ.δ.1. ασπρίζω, λευκάζω, φαίνομαι άσπρος.2. ασπρίζω, γίνομαι άσπρος.3. Χαράζω, φέγγω.βλ. ρ.ενεργ.φ.(1 σημ.).
См. также в других словарях:
λευκάζω — (Μ λευκάζω) [λευκός] έχω χρώμα που αποκλίνει προς το λευκό, φαίνομαι λευκός, ασπρίζω … Dictionary of Greek
λευκάζω — φαίνομαι λευκός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεύκαστος — η, ο ο αλεύκαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + επίθ. λευκαστός < λευκάζω] … Dictionary of Greek
λευκαθίζω — και, δ. γρφ., λευκανθίζω (Α) 1. είμαι ή φαίνομαι λευκός, λευκάζω, ασπρίζω («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.) 2. (για υγρά μάτια) λάμπω, λαμπυρίζω («ὑγρά, διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * +… … Dictionary of Greek
λευκαστής — ο [λευκάζω] λευκαντής … Dictionary of Greek
παμφαίνω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ («ἧλοι χρύσεοι πάμφαινον», Ομ. Ιλ.) 2. λευκάζω, ασπρογαλιάζω από τη λευκότητα («στήθεσι παμφαίνοντες», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος είτε με επιτατικό διπλασιασμό από το ρ. φαίνω (πρβλ.… … Dictionary of Greek