Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λεσῶνις

См. также в других словарях:

  • λεσώνις — λεσῶνις, ιος και αργότ. ώνου, ὁ (Α) πρωθιερέας, ανώτατος διοικητής σε αιγυπτιακό ναό …   Dictionary of Greek

  • λεσωνεία — ή λεσονία, ἡ (Α) [λεσώνις] 1. το αξίωμα, η δικαιοδοσία που ασκούσε στους αιγυπτιακούς ναούς ο λεσώνις* 2. το σύστημα διοικήσεως αιγυπτιακού ναού με άτομο που είχε το αξίωμα τού λεσώνιος 3. η διάρκεια τής αρχής τού λεσώνιος …   Dictionary of Greek

  • Lesonis — (griechisch: λεσῶνις, ägyptisch: mr šn) war der Titel eines ägyptischen Verwaltungsbeamten, der mit der Leitung der wirtschaftlichen und möglicherweise auch kultischen Belange des Tempels vertraut war. Der Titel ist seit der 21./22. Dynastie… …   Deutsch Wikipedia

  • πλεσώνης — ὁ, Α τίτλος Αιγυπτίων ιερέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεσῶνις «πρωθιερέας αιγυπτιακού ναού», το π τού τ. αντιπροσωπεύει το οριστικό άρθρο] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»