-
1 λεσχαίνω
λεσχαίνω, dasselbe, Perictyone bei Stob. fl. 85, 19, E.; διαλέγεσϑαι erkl. Phryn. in B. A. 21.
-
2 λεσχαίνω
λεσχάζω, u. λεσχαίνω, schwatzen, plaudern -
3 λεσχαίνω
λεσχ-αίνω, = foreg., -Aουσά τε καὶ ἀκούουσα καλά Perict.
ap. Stob.4.28.19, cf. Call. Fr. 98b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεσχαίνω
-
4 δια-λεσχαίνω
δια-λεσχαίνω, – διαλέγομαι, B. A. 21.
-
5 λεσχηνόριος
λεσχηνόριος, ὁ, Beiname des Apollo, wie von λεσχήνωρ, λεσχαίνω gebildet, als Vorstehers der Versammlungen in den λέσχαι, Harpocr.; vgl. Plut. de ει ap. Delph. 2.
-
6 λεσχάζω,
λεσχάζω, u. λεσχαίνω, schwatzen, plaudern -
7 λεσχηνόριος
λεσχηνόριος, ὁ, Beiname des Apollo, wie von λεσχήνωρ, λεσχαίνω gebildet, als Vorstehers der Versammlungen in den λέσχαι
См. также в других словарях:
λεσχαίνω — (Α) [λέσχη] λεσχάζω* … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek