-
1 пачкаться
-
2 марать
ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. маранный, βρ: -ран, -а, -о.1. λερώνω, μουτζουρώνω. || αμαυρώνω, επισκιάζω•марать репутацию δυσφημώ.
2. κακογράφω, κακοζωγραφίζω• κακοσυνθέτω. || διαγράφω, σβήνω•марать целые страницы σβήνω ολόκληρες σελίδες.
εκφρ.марать бумагу – γράφω τι ανάξιο (μόνο που λερώνω το χαρτί)•марать руки об кого, обо что – λερώνω τα χέρια (απαξιώ).1. λερώνομαι, μουτζουρώνομαι.2. μτφ. (απλ.) λερώνομαι, αισθάνομαι περιφρόνηση, απαξιώ•марать не хочется δε θέλω να λερωθώ•
марать не стоит δεν αξίζει να λερωθεικα-νένας (απαξιώ).
3. (για μικρά παιδιά) τα κάνω απάνω μου, λερώνομαι. -
3 залить
-лью, -льешь, παρλθ. χρ. залил, -а, -о, προστκ. залей, μτχ. παρλθ. χρ. заливший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залитый, βρ: залит, -а, -оρ.σ.μ.1. πλημμυρίζω, κατακλύζω•река -ла низменные места το ποτάμι πλημμύρισε τα χαμηλότερα μέρη.
|| μτφ. γεμίζω•толпа -ла, пло-шадь το πλήθος πλημμύρισε την πλατεία.и διαχέομαι, ξαπλώνομαι, καλύπτω•
бледность -ла! его лицо το πρόσωπο του χλώμιασε.
|| μτφ. δυ-αχέω, διασκορπίζω, πληρώ, γεμίζω•залить светом комнату χύνω άπλετο φως στο δωμάτιο.
2. χύνω, λερώνω•залить скатерть вином χύνω κρασί στο χραπεζομάντηλο.
3. σβήνω με νερό•залить пожар σβήνω την πυρκαγιά με νερό.
4. ρίχνω•залить двор асфальтом σκεπάζω την.αυλή με άσφαλτο•
фундамент бетоном χύνω μπετόν στο θέμελο•
-смолой дно лодки αλείφω με πίσσα τον πυθμένα της βάρκας.
|| (απλ.) κλείνω, βουλώνω οπή με επίχυση.5. γεμίζω, πληρώ με•залить бак горючим γεμίζω το βαρέλι με καύσιμη ύλη.
εκφρ.залить горе ή тоску – κ.τ.τ. πίνω για να πάνε τα φαρμάκια παρακάτω.1. πλημμυρίζω, κατακλύζομαι•луга -лась водой το λειβάδι το σκέπασε η πλημμύρα.
2. λερώνομαι.• залить соусом λερώνομαι με σάλτσα.3. εισχωρώ, χύνυαι μέσα. -
4 пачкать
-
5 вымазаться
вымазать||сяπασαλείβομαι, λερώνομαι, μουντζουρώνομαι, λαδώνομαι. -
6 выпачкаться
выпачкать||сяλερώνομαι, μουντζουρώνομαι. -
7 грязниться
грязнить||сяλερώνομαι, λασπώνομαι. -
8 загрязниться
загрязнить||сяλερώνομαι, ρυπαίνομαι, μολύνομαι. -
9 замараться
замара||ться(запачкаться) λερώνομαι, λεκιάζομαι. -
10 запачкаться
запачкать||сяλερώνομαι, λεκιάζομαι / μουντζουρώνομαι (сажей и т. п.). -
11 засоряться
засорять||ся1. λερώνομαι, ρυπαίνομαι·2. (закупориваться) φράζω (άμετ.), βουλώνω (άμετ.), φράττο· μαι. -
12 мазать
мазатьнесов1. (смазывать) ἀλείφω, πασαλείφω, πασαλείβω, χρίω:\мазать дегтем κατραμώνω, ἀλείφω μέ κατράμι·2. (нама· зывать) ἀλείφω:\мазать хлеб маслом ἀλείφω τό ψωμί μέ βούτυρο·3. (пачкать) разг λερώνω, μουντζουρώνω, ρυπαίνω·4. разг (плохо рисовать) πασαλείφω, μου(ν)τζου-ρώνω τό χαρτί· ◊ \мазать гу́бы βάφω τά χείλια \мазаться1. (пачкаться) λερώνομαι, πασαλείβομαι, μουντζουρώνομαί2. разг (красить лицо, губы) βάφομαι, φκια-σιδώνομαι. -
13 обмазаться
обмазать||ся(запачкаться) πασαλείβομαι, λερώνομαι. -
14 пачкаться
пачкать||сяλερώνομαι, μουντζουρώνομαι, πασαλείφομαι. -
15 выбелить
ρ.σ.μ. ασπρίζω, λευκαίνω• ασβεστώνω•выбелить холст λευκαίνω το λινό ύφασμα•
потолок ασβεστώνω το ταβάνι.
ασπρίζομαι, λευκαίνομαι• ασβεστώνομαι. || λερώνομαι από άσπρη μπογιά. -
16 вывалять
ρ.σ.μ.(απλ.) κυλώ, λερώνω•вывалять в грязи κυλώ στη λάσπη.
(απλ.) κυλιέμαι, λερώνομαι•вывалять в грязи κυλιέμαι στη λάσπη.
-
17 вывозить
-
18 выгрязнить
-ню, -нишьρ.σ.μ.λερώνω, ρυπαίνω, σπιλώνω, λεκιάζω.λερώνομαι, ρυπαίνομαι, λεκιάζομαι. -
19 выжелтить
-лчу, -лтишьρ.σ.μ.βάφω κίτρινο. || λερώνομαι με κίτρινο χρώμα. -
20 вызеленить
ρ.σ.μ. πρασινίζω, βάφω πράσινο. || λερώνω με πράσινο χρώμα.λερώνομαι με πράσινο χρώμα.
См. также в других словарях:
λερώνομαι — λερώνομαι, λερώθηκα, λερωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βροτούμαι — βροτοῡμαι ( όομαι) (AM) (για την ενανθρώπιση του Χριστού) γίνομαι άνθρωπος, ενσαρκώνομαι αρχ. λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός* με τη σημ. «γίνομαι άνθρωπος» και < βρότος* με την αρχ. σημ. «λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα»] … Dictionary of Greek
βρομίζομαι — βρομίζομαι, βρομίστηκα, βρομισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: βρομίζομαι : χρησιμοποιείται σπάνια η παθητική φωνή (εκτός από τη μτχ. βρομισμένος), με την έννοια → λερώνομαι, κυρίως όταν πρόκειται να δηλωθεί το ποιητικό αίτιο, η αιτία που προκαλεί… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γλιδιάζω — και λιγδιάζω 1. λερώνω, βρομίζω κάτι 2. λερώνομαι («γλίδιασαν τα ρούχα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λιγδιάζω] … Dictionary of Greek
καταχρώννυμι — και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM) χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.) αρχ. παθ. καταχρώννυμαι κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
λεκιάζω — [λεκές] 1. κάνω λεκέ, ρυπαίνω, λερώνω («μόλις τό βαλες τό λέκιασες το πουκάμισο») 2. κηλιδώνομαι, λερώνομαι 3. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου … Dictionary of Greek
μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… … Dictionary of Greek
πηλώ — όω, Α [πηλός] 1. αλείφω, επιχρίω με πηλό 2. μέσ. πηλοῡμαι αλείφομαι με πηλό 3. παθ. λασπώνομαι, λερώνομαι με λάσπη … Dictionary of Greek
πιναρούμαι — όομαι, Α [πιναρός] γίνομαι πιναρός, λερώνομαι … Dictionary of Greek
πινιάζω — Ν (για μαλλιά, τρίχες) λιγδιάζω, λερώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. ιάζω (πρβλ. λιγδ ιάζω)] … Dictionary of Greek
προρρυπούμαι — όομαι, Α κηλιδώνομαι, λερώνομαι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ῥυπῶ, οῦμαι (< ῥύπος)] … Dictionary of Greek