Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λερώνομαι

См. также в других словарях:

  • λερώνομαι — λερώνομαι, λερώθηκα, λερωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βροτούμαι — βροτοῡμαι ( όομαι) (AM) (για την ενανθρώπιση του Χριστού) γίνομαι άνθρωπος, ενσαρκώνομαι αρχ. λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός* με τη σημ. «γίνομαι άνθρωπος» και < βρότος* με την αρχ. σημ. «λερώνομαι με ανθρώπινο αίμα»] …   Dictionary of Greek

  • βρομίζομαι — βρομίζομαι, βρομίστηκα, βρομισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: βρομίζομαι : χρησιμοποιείται σπάνια η παθητική φωνή (εκτός από τη μτχ. βρομισμένος), με την έννοια → λερώνομαι, κυρίως όταν πρόκειται να δηλωθεί το ποιητικό αίτιο, η αιτία που προκαλεί… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γλιδιάζω — και λιγδιάζω 1. λερώνω, βρομίζω κάτι 2. λερώνομαι («γλίδιασαν τα ρούχα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λιγδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • καταχρώννυμι — και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM) χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.) αρχ. παθ. καταχρώννυμαι κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • λεκιάζω — [λεκές] 1. κάνω λεκέ, ρυπαίνω, λερώνω («μόλις τό βαλες τό λέκιασες το πουκάμισο») 2. κηλιδώνομαι, λερώνομαι 3. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου …   Dictionary of Greek

  • μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… …   Dictionary of Greek

  • πηλώ — όω, Α [πηλός] 1. αλείφω, επιχρίω με πηλό 2. μέσ. πηλοῡμαι αλείφομαι με πηλό 3. παθ. λασπώνομαι, λερώνομαι με λάσπη …   Dictionary of Greek

  • πιναρούμαι — όομαι, Α [πιναρός] γίνομαι πιναρός, λερώνομαι …   Dictionary of Greek

  • πινιάζω — Ν (για μαλλιά, τρίχες) λιγδιάζω, λερώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. ιάζω (πρβλ. λιγδ ιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • προρρυπούμαι — όομαι, Α κηλιδώνομαι, λερώνομαι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ῥυπῶ, οῦμαι (< ῥύπος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»