Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

λεπτύνω

  • 1 утончить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утонченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. λεπτύνω, λιανεύω•

    сильно утончить λεπτύνω πολύ•

    утончить нитку λεπτύνω την κλωστή•

    утончить кожу λεπτύνω το δέρμα.

    2. μτφ. λεπτύνω στους τρόπους, στη συμπεριφορά.
    (κυρλξ. κ. μτφ.) λεπτύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > утончить

  • 2 изощрить

    изощрить
    сов, изощрять несов λεπτύνω, ὀξύνω, ἐξασκώ.

    Русско-новогреческий словарь > изощрить

  • 3 выклепать

    ρ.σ.μ.
    1. βγάζω, αφαιρώ το πριτσίνι.
    2. σφυρηλατώ στα κρύα, λεπτύνω.

    Большой русско-греческий словарь > выклепать

  • 4 истончать

    -ает
    ρ.σ. παλ. (εκ)λεπτύνω, λιανεύω, ψιλαινω.
    (εκ)λεπτύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > истончать

  • 5 источить

    -очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. источенный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. λεπτύνω, φθείρω τροχίζοντας, τρώγω, σώνω•

    -нож σώνω το μαχαίρι τροχίζοντας το•

    источить брусок σώνω το ακόνι από το τρόχισμα.

    2. κατατρώγω, καταροκανίζω• κατατρυπώ•

    жук -ил мебель το σαράκι κατάφαγε τα έπιπλα.

    λεπτύνομαι, φθείρομαι, σώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ρ.σ.μ.
    βλ. источать.

    Большой русско-греческий словарь > источить

  • 6 катать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. катанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. κυλώ (προς διάφορες κατευθύνσεις ή σε διάφορο χρόνο)•

    катать брёвна κυλώ κούτσουρα•

    катать мячом по полу κυλώ το τόπι στο πάτωμα.

    2. πηγαίνω (βγάζω) κάποιον περίπατο (με μεταφ. μέσο). || αμαζεύω, πηγαίνω αμαξάδα.
    3. επισκέπτομαι, μεταβαίνω με μεταφορ. μέσο.
    4. πιέζω• μαγγανίζω, χιλινδρώ.
    5. λεπτύνω μέταλλο, ελασματοποιώ•

    катать проволоку συρματοποιώ.

    6. βλ. валить (2 σημ.).
    7. μτφ. διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι κινούμαι ορμητικά, γρήγορα.
    1. κυλιέμαι κλπ ρ. ενεργ. φ.
    2. χάνω βόλτες με μεταφορικό μέσο•

    катать на коньках γλυστρώ με τα παγοπέδιλα, πατινάρω•

    катать на велосипеде ποδηλα-τώ•

    катать на лодке κάνω βαρκάδα, λεμβοδρομώ.

    3. επισκέκτομαι, μεταβαίνω (με μεταφορ. μέσο).
    4. βλ. και ρ. ενεργ. φ. (4, 5, 6, 7 σημ.). || στριφογυρίζω, υποφέρω πολύ, χτυπιέμαι•

    катать от боли по полу στριφογυρίζω στο πάτωμα από τον πόνο.

    εκφρ.
    катать со смеху – ξεγκαρδίζομαι στα γέλια.

    Большой русско-греческий словарь > катать

  • 7 наплющить

    -щу, -щишь
    ρ.σ.μ. λεπτύνω μέταλλο, ελασματοποιώ.

    Большой русско-греческий словарь > наплющить

  • 8 подогнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подогнанный, βρ: -нан, -а, -о.
    1. φέρω, οδηγώ, κατευθύνω πλησίον ή κάτω απο•

    подогнать скот к воротам οδηγώ τα ζώα κοντά στην αυλόπορτα•

    подогнать лодку под мост κατευθύνω τη βάρκα κάτω από το γεφύρι.

    2. επισπεύδω, επιταχύνω, αναγκάζω να τρέξει ή να πράξει ταχύτερα•

    подогнать лошади αναγκάζω (μαστιγώνω) τα άλογα να τρέξουν γρηγορότερα•

    подогнать ленивца αναγκάζω τον τεμπέλη να δουλεύει γρηγορότερα.

    || ξεπερνώ την καθυστέρηση.
    3. φέρνω στα μέτρα, συνταιριάζω• συναρμόζω, κάνω να συμπέσει λεπτύνω, τρώγω. || (για χρόνο)• κανονίζω, καθορίζω να συμπέσει (με κάτι άλλο)•

    подогнать свадьбу к празднику κανονίζω να συμπέσει ο γάμος με τη γιορτή..

    Большой русско-греческий словарь > подогнать

  • 9 раскатать

    ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω, εκτυλίσσω, απλώνω κυλώντας•

    раскатать ковер ξετυλίγω το χαλί.

    2. κυλώ•

    раскатать брвна κυλώ κορμούς δέντρων.

    || ισιώνω, ομαλύνω, κυλινδώ, κυλινδρώ•

    раскатать бель κυλινδρώ τα ρούχα.

    || γλιστραίνω, κάνω γλιστερό.
    4. πλάθω• λεπτύνω•

    раскатать тесто πλάθω το ζυμάρι.

    5. συντρίβω. || μαλώνω• κατακρίνω.
    1. ξετυλίγομαι, εκτυλίσσομαι• απλώνομαι.
    2. πλάθομαι• λεπτύνομαι. || κάνω βόλτες με μεταφορικό μέσο.

    Большой русско-греческий словарь > раскатать

  • 10 сточить

    ρ.σ.μ. τροχίζω, ακονίζω. || φθείρω, λεπτύνω.
    τροχίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сточить

  • 11 сучить

    сучу, сучишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. στρίβω, συστρέφω (κλωστές κ.τ.τ.).
    2. μ. λεπτύνω (για ζυμάρι).
    3. μετακινώ μπρος-πίσω.
    1. στρίβομαι, συστρέφομαι.
    2. (για ζυμάρι) λε-πτύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сучить

  • 12 уточить

    ρ.σ. λεπτύνω, στενεύω τροχίζοντας.
    λεπτύνομαι, στενεύομαι τροχιζόμενος.

    Большой русско-греческий словарь > уточить

  • 13 филировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ.
    ανεβάζω βαθμιαία τη φωνή και σε συνέχεια την κατεβάζω μηδενίζοντας την λεπτύνω.

    Большой русско-греческий словарь > филировать

См. также в других словарях:

  • λεπτυνῶ — λεπτύνω make thin fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτύνω — λεπτύ̱νω , λεπτύνω make thin aor subj act 1st sg λεπτύ̱νω , λεπτύνω make thin pres subj act 1st sg λεπτύ̱νω , λεπτύνω make thin pres ind act 1st sg λεπτύ̱νω , λεπτύνω make thin aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτύνω — (AM λεπτύνω) βλ. λεπταίνω …   Dictionary of Greek

  • λεπτύνω — βλ. λεπταίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λελεπτυσμένα — λεπτύνω make thin perf part mp neut nom/voc/acc pl λελεπτυσμένᾱ , λεπτύνω make thin perf part mp fem nom/voc/acc dual λελεπτυσμένᾱ , λεπτύνω make thin perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελέπτυνται — λεπτύνω make thin perf ind mp 3rd sg λεπτύνω make thin perf ind mp 3rd pl (epic ionic) λεπτύνω make thin perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλελέπτυντο — λεπτύνω make thin plup ind mp 3rd sg λεπτύνω make thin plup ind mp 3rd pl (epic ionic) λεπτύνω make thin plup ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελεπτυσμέναι — λεπτύνω make thin perf part mp fem nom/voc pl λελεπτυσμένᾱͅ , λεπτύνω make thin perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελεπτυσμένον — λεπτύνω make thin perf part mp masc acc sg λεπτύνω make thin perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελεπτυσμένων — λεπτύνω make thin perf part mp fem gen pl λεπτύνω make thin perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτυνεῖ — λεπτύνω make thin fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) λεπτύνω make thin fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»