-
1 λεπτό-φωνος
λεπτό-φωνος, mit dünner, feiner Stimme, τὰ ϑήλεα λεπτοφωνότερα Arist. H. A. 4, 11; Poll. 4, 114.
-
2 λεπτόφωνος
λεπτό-φωνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτόφωνος
-
3 λεπτόφωνος
λεπτό-φωνος, mit dünner, feiner Stimme -
4 λεπτοφωνος
См. также в других словарях:
πολύφωνος — η, ο / πολύφωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους νεοελλ. μουσ. σχετικός με την πολυφωνία αρχ. 1. (για πουλιά και μουσ. όργανα) ποικιλόφωνος 2. αυτός που μιλάει… … Dictionary of Greek