Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

λεπτόδομος

См. также в других словарях:

  • λεπτόδομος — λεπτόδομος, ον (Α) κατασκευασμένος με λεπτότητα, λεπτοκαμωμένος, λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + δόμος (< δέμω), πρβλ. πηλό δομος, πρό δομος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτοδόμοις — λεπτόδομος slightly framed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 …   Dictionary of Greek

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»