-
1 λεπτογεως
-
2 λεπτόγεως
λεπτόγεω̆ς, λεπτόγειοςof a thin: adverbialλεπτόγεω̆ς, λεπτόγειοςof a thin: masc /fem nom plλεπτόγεω̆ς, λεπτόγειοςof a thin: masc /fem nom /voc sg -
3 λεπτόγεως
λεπτό-γεως, ων; τὸ λ., der leichte Boden -
4 λεπτόγειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτόγειος
-
5 ψαφαρός
A friable, powdery, crumbling, (lyr.), cf. Euph.50;κόνις AP 7.315
(Zenod. or Rhian.); ψαφαρόν, = ἁπαλόν, perh. of a fine powder, Pl.Com.118: freq. of soil, sandy,λεπτόγεως καὶ ψ. χώρα Thphr. HP8.2.11
; opp. ἀγαθή, ib.8.9.1 ([comp] Comp.); ἡ ψαφαρή the sandy shore, opp. ἅλς, AP12.145;ἐνὶ ψαφαρῇ Σαλαμῖνι Euph.30
.3 of semi-liquids, thin, watery, ;νάρδος AP6.231
(Phil.);πόλτος ψαφαρώτατος Sor.1.51
( ψαθ- cod.).4 of wine, rough, dry, joined with ἀλιπής, Gal. ap. Ath.1.26d, cf. ψαθυρός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαφαρός
-
6 Poor
adj.The poor: use also V. οἱ οὐκ ἔχοντες.Poor in: P. and V. ἐνδεής (gen.), P. ἐλλιπής (gen.), ἐπιδεής (gen.) (Plat.), V. χρεῖος (gen.).Be poor, v.: P. also V. πένεσθαι.Be poor in: V. πένεσθαι (gen.); see be deficient in, under Deficient.Indifferent: P. also V. φαῦλος, μέτριος, φλαῦρος, εὐτελής.Mean, shabby: P. and V. κακός, φαῦλος, Ar. also P. μοχθηρός.Having poor soil: P. λεπτόγεως.Incapable: P. also V. φαῦλος, ἀφυής.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Poor
-
7 Soil
subs.Excellence of soil: P. ἀρετὴ γῆς (Thuc. 1, 2).Having a poor soil, adj.: P. λεπτόγεως (Thuc. 1, 2).Mud: P. and V. πηλός, ὁ, βόρβορος, ὁ.Dirt: see Dirt.met., stain: P. and V. κηλίς, ἡ.——————v. trans.P. μιαίνειν, διαφθείρειν, P. καταρρυπαίνειν, V. χραίνειν, κηλιδοῦν, χρώζειν.With soot: V. αἰθαλοῦν; see Defile.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Soil
См. также в других словарях:
λεπτόγεως — ων (Α λεπτόγεως, ων) βλ. λεπτόγαιος … Dictionary of Greek
λεπτόγεως — λεπτόγεω̆ς , λεπτόγειος of a thin adverbial λεπτόγεω̆ς , λεπτόγειος of a thin masc/fem nom pl λεπτόγεω̆ς , λεπτόγειος of a thin masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτόγαιος — και λεπτόγειος, ο και λεπτόγεως, ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, ον και λεπτόγεως, ων) αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
ελαφρόγειος — ἐλαφρόγειος, ον (Μ) (για περιοχή) με λίγο χώμα, με λεπτό στρώμα χώματος, λεπτόγεως … Dictionary of Greek