-
1 λεπτό-σωμος
λεπτό-σωμος, mit dünnem Leibe, Eust. 1288, 40.
-
2 λεπτόσωμος
λεπτό-σωμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτόσωμος
-
3 λεπτόσωμος
См. также в других словарях:
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
χιονόσωμος — ον, Α αυτός που έχει χιονόλευκο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + σωμος (< σώμα), πρβλ. λεπτό σωμος, μεγαλό σωμος] … Dictionary of Greek
μικρόσωμος — η, ο αυτός που έχει μικρό και λεπτό σώμα, μικροκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σώμα, σχηματισμένο από το θ. τής ονομ. αντί μικροσώματος (πρβλ. μεγαλό σωμος)] … Dictionary of Greek