Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λεπτό-σαρκος

См. также в других словарях:

  • παχύσαρκος — η, ο / παχύσαρκος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει παχιά σάρκα, υπέρμετρη ανάπτυξη τού λιπώδους ιστού, χοντρός, ευτραφής, παχύσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λεπτό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόσαρκος — ον, Α αυτός που αγαπά τις σαρκικές ηδονές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λεπτό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • χοντρόσαρκος — η, ο, Ν παχύσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + σαρκος (< σάρκα), πρβλ. λεπτό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόσαρκος — η, ο (AM λεπτόσαρκος, ον) αυτός που έχει λεπτές σάρκες, αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος μσν. αυτός που έχει λεπτό φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λευκό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • σαρκόρριζος — η, ο / σαρκόρριζος, ον, ΝΑ (για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδεις ρίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό ρριζος, φλοιό ρριζος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»